- τλησικάρδιος
- -ον, Α1. σκληρόκαρδος («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῇ;», Αισχύλ.)2. υπομονητικός, καρτερικός.επίρρ...τλησικαρδίως Ακαρτερικά, υπομονητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-σι- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι-κάρδιος].
Dictionary of Greek. 2013.